-
1 μεταφύομαι
A become by change,ἀλλοῖοι μετέφυν Emp.108.1
, cf. Hierocl in CA 20p.462M.;ἀνδρῶν ὅσοι δειλοὶ [ἦσαν] γυναῖκες μετεφύοντο ἐν τῇ δευτέρα γενέσει Pl. Ti. 90e
;Εὔφορβος γεγονέναι μεταφῦναί τε Ἴων ἐκ Τρωός Philostr.Her. 17
.2 grow after, οἱ μεταφύντες (sc. ὀδόντες) Hp.Carn. 12 (- φύοντες codd., v. l. - φυέοντες, fort. - φυέντες).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταφύομαι
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский